- θρεπτήτωρ
- θρεπ-τήτωρ, ορος, ὁ,A nourisher, feeder,
πενήτων PMasp.20.11
(pl., vi A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πενήτων PMasp.20.11
(pl., vi A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θρεπτήτωρ — θρεπτήτωρ, ὁ (Α) [τρέφω] αυτός που φροντίζει για την τροφή … Dictionary of Greek